- αεροβάτης
- ο (Α ἀεροβάτης)αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα(στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ- τού ἔβᾱν / ἔβην, βαίνω (αλλά και -βήτηςπρβλ. ἐμπυρι-βήτης, δια-βήτης)ο τ. βάτης απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών κυρίως όρων, δήλωνε την έννοια του «κρατιέμαι, υποστηρίζω», π.χ. στυλο-βάτης, κερο-βάτης, ιππο-βάτης.ΠΑΡ. αεροβασία, αεροβατικός, αεροβατώ].
Dictionary of Greek. 2013.